улыбчивый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

улыбчивый - translation to πορτογαλικά


улыбчивый      
sorridente, risonho

Ορισμός

улыбчивый
прил. разг.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: улыбка, связанный с ним.
2) Склонный к улыбке, часто улыбающийся.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για улыбчивый
1. "Доблий день", - приветствовал улыбчивый персонал.
2. Новый спартаковский голкипер - человек улыбчивый.
3. Сам же Евгений - скромный, улыбчивый молодой человек.
4. Стучусь в дверь трейлера - открывает улыбчивый таджик.
5. Колонну возглавлял улыбчивый Никита Белых - лидер СПС.